ωμοδακής

ωμοδακής
-ές, Α
αυτός που δαγκώνει άγρια, εξαγριωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δακής (< δάκος [τὸ] < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. αὐτο-δακής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὠμοδακής — fiercely gnawing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”